Άνοιξη
Ήρθε η άνοιξη αλλά η αμυγδαλιά δεν άνθισε. Έμεινε εκεί παραπονεμένη να μου θυμίζει πως δεν θα έρθεις εσύ. Άπλωσα το χέρι να την αγγίξω και έβγαλε μιλιά, άπλωσε το χέρι της στον ώμο μου και μου ‘πε “Φέτος για καμιάν από τις δύο δεν θα έρθει καλοκαίρι. “.
Είναι που χάθηκες και με άφησες να κοιτώ τον άδειο από αστέρια ουρανό. Είναι που χάθηκες και χάθηκα κι εγώ.
Αρμενίζω μόνη σε άγνωστες θάλασσες, φουρτουνιασμένες για να με βυθίσουν μέσα τους και να έρθω να σε βρω.
Μικρό παιδί που έχει χάσει μάνα μέσα στο πλήθος νιώθω. Ξένη ανάμεσα σε ξένους. Λίγη ανάμεσα σε πολλούς.
Η ζωγραφιά σου στον τοίχο ξεθωριάζει κι αυτή. Πέφτει ο σοβάς, φεύγει κι αυτός.
Μέσα στο δωμάτιο εγώ έχω μείνει μόνη. Αγκαλιά με τον Ερωτόκριτο που τόσο αγαπούσες.. Τα άκουσα τα μαντάτα, δεν θα έρθεις.
Ανοίγω το παραθύρι να ανασάνω και κοιτώ ξανά την αμυγδαλιά. Κάτι άλλο αντικρίζω. Αναστήθηκε κι αυτή. Χελιδόνια έχει στα κλαδιά της που κελαηδούν και φέρνουν την ζωή. Τι άλλαξε;
Θυμάμαι το αγαπημένο σου ποίημα. Μου το φέρνει στα αυτιά μου το τραγούδι των πουλιών. Οι στίχοι του θόλοι μεσ’το μυαλό μου. Αυτό που ξέρω ήταν πως έλεγε ότι την άνοιξη εσύ την φτιάχνεις.
Πετώ χρώματα στον τοίχο να φύγει το στίγμα σου. Ανθίζω κι εγώ.