•Πανσέληνος και κάτι•
Και να που ήρθε η ώρα να ζήσουμε και εμείς-οι χλιαροί-κάτι που να θυμίζει ταινία. Κοιτάς με ξάστερο βλέμμα ένα πολύχρωμο πέλαγος, καράβια από χρυσά όνειρα και μεταξένιες αποχρώσεις του δειλινού φωτίζουν τον ουρανό. Το νησί σιωπάει και το μόνο που ακούγεται είναι η τσιριχτή χροιά της φωνής σου να ψιθυρίζει ιστορίες παλιές για ανώριμους έρωτες και λάθη αυθαίρετα. Σου πιάνω το χέρι. Αιώνια παύση. Μόνο μια μικρή κίνηση, μια τόσο δα μικρούλα και κρύβει αμέτρητους φόβους και ανείπωτα λόγια τα οποία επιλέγεις να ξεγυμνώσεις μέσα από τα μάτια σου. Μετά μοιραζόμαστε το ίδιο κρεβάτι. Με ξυπνάει ο ήχος του ξυπνητηριού και ανοίγω αμυδρά τα μάτια μου. Είσαι εκεί. Το λάγνο βλέμμα σου μιλά στο σώμα και το μυαλό μου… Ύστερα, χαζεύουμε τα ψαροκάικα που βρίσκονται δίπλα από την μικρή καφετέρια που πίνουμε το πρωινό μας καφεδάκι. Με κοιτάς. Αυτό το βλέμμα. Το γνωρίζω αυτό το βλέμμα. Και σαστίζω, αρχίζω να λέω ασυναρτησίες, γελώντας. Εσύ με κοιτάς με το ίδιο βλέμμα.. Με φοβίζει και με συναρπάζει. Δεν ξέρω ξαφνικά αν θέλω να το σκάσω ή να αφεθώ στα χέρια σου. Αυτά τα χέρια που έπλασαν στοργικά τα πιο όμορφα και αγνά πλάσματα του κόσμου. Ή τα πιο δαιμονικά. Ένα ξέρω. Τίποτα δεν αφέθηκε τυχαία εδώ.