Όταν δεν υπάρχει τέλος
Η πόρτα έκλεισε με δύναμη, ο δυνατός θόρυβος τάραξε την σιγή της νύχτας.
Η κοπέλα έφυγε φουρκισμένη κοιτάζοντας το δρόμο μπροστά της βρίζοντας μέσα από τα δόντια της.
Σκέφτηκε ότι έπρεπε να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ένιωθε ότι πνιγόταν ανάμεσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους που σιγά σιγά φάνταζαν να κλείνουν απειλητικά.
Πως γίνεται κάθε φορά να χάνει τον έλεγχο και να φτάνει πάνω από τα όριά της με λίγες λέξεις;
Ήθελε να κλάψει σαν να μην υπάρχει αύριο, να κλαίει και να μην την νοιάζει ποιος θα την δει, αν θα φανεί αδύναμη, ευάλωτη και εκτεθειμένη στον κόσμο να την εκμεταλλευτεί. Ήθελε για μια φορά στην ζωή της να μην την νοιάζει για το τι θα γίνει παρακάτω...
Δυο μεγάλα εκτυφλωτικά φώτα την έκαναν να μισοκλείσει τα μάτια της ενώ διέσχιζε τον δρόμο. Ασυναίσθητα σταμάτησε επιτόπου να κινείται όταν άκουσε στριγκλήσματα από ρόδες και τον ήχο μιας παρατεταμένης τσαντισμένης κόρνας. Ανοίγοντας ξανά τα μάτια από το φως, σε κλάσματα δευτερολέπτου είδε την τομοκρατημένη έκφραση του οδηγού και τον εαυτό της να συγκρούεται με δύναμη με την μπροστινή όψη του αυτοκινήτου.
Πρόσωπα άγνωστα εμφανίζονταν πάνω από το κεφάλι της και χάνονταν με αργό ρυθμό, αποσπασματικά είδε ένα γνώριμο πρόσωπο αλλά ήταν υπερβολικά αδύναμη για να πει κάτι...
Η κοπέλα πια ήταν αναίσθητη και το σώμα της ήταν ακούνητο στην άσφαλτο και σιγά σιγά την περιτριγύριζε μια μικρή λίμνη αίματος.
Ο οδηγός έντρομος βγήκε από το αμάξι και έτρεξε στην κοπέλα που φοβόταν ότι είχε σκοτώσει, αγνοώντας την ουλή που ανέβλυζε αίμα στο δεξί του μάγουλο και χέρι ... προσπαθούσε μάταια να την συνεφέρει και σιγά σιγά μαζευόταν κόσμος πάνω από την αναίσθητη κοπέλα.
Ο οδηγός τραύλιζε που και που " Ήρθε από το πουθενά , δεν πρόλαβα να πατήσω φρένο, το ορκίζομαι δεν το ήθελα..."
Μετά από λίγα λεπτά αφού είχε καλεσθεί ασθενοφόρο βγήκε από ένα διαμέρισμα μια γυναίκα στα 40της ξεκάθαρα πιομένη, κοίταξε την κοπέλα υποτιμητικά και είπε αυθάδικα " μέχρι και τον Χάρο φώναξε για να τραβήξει την προσοχή, αφήστε την λοιπόν να δούμε τι θα καταλάβει η κακομαθημένη" ένας κύριος που τα είχε δει όλα από μια μεριά ρώτησε αγνοώντας τα λόγια της μεθυσμένης, αυτήν, αν την ξέρει.
Η γυναίκα απάντησε μισό υποτιμητικά "είναι η κόρη μου "
.....